- ακωλυτί
- ἀκωλυτί επίρρ. (Α) [ἀκώλυτος]ανεμπόδιστα, άνετα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] … Dictionary of Greek